αποχαλώ

αποχαλώ
(I)
κ. -άω κ. χαλνώ, -άω
1. χαλώ, καταστρέφω τελείως
2. καταστρέφομαι τελείως.
————————
(II)
ἀποχαλῶ (-άω) (Α)
χαλαρώνω κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποχαλώ — ασα, άστηκα, ασμένος, καταστρέφω ή καταστρέφομαι εντελώς: Με τις μαστοριές σου τ αποχάλασες το ρολόι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”